Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
View word page
πορνοτελώνης
farmer of the πορνικὸν τέλος

ShortDef

farmer of the πορνικὸν τέλος

Debugging

Headword:
πορνοτελώνης
Headword (normalized):
πορνοτελώνης
Headword (normalized/stripped):
πορνοτελωνης
IDX:
72328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72329
Key:

Data

{'content': 'farmer of the πορνικὸν τέλος'}