Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
View word page
πορνομανής
mad after prostitutes

ShortDef

mad after prostitutes

Debugging

Headword:
πορνομανής
Headword (normalized):
πορνομανής
Headword (normalized/stripped):
πορνομανης
IDX:
72326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72327
Key:

Data

{'content': 'mad after prostitutes'}