Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
View word page
πορνοκοπία
whoremongering

ShortDef

whoremongering

Debugging

Headword:
πορνοκοπία
Headword (normalized):
πορνοκοπία
Headword (normalized/stripped):
πορνοκοπια
IDX:
72324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72325
Key:

Data

{'content': 'whoremongering'}