Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
View word page
πορνοκοπέω
to be a whoremonger

ShortDef

to be a whoremonger

Debugging

Headword:
πορνοκοπέω
Headword (normalized):
πορνοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
πορνοκοπεω
IDX:
72323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72324
Key:

Data

{'content': 'to be a whoremonger'}