Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
View word page
πορνοδύτης
ganeo
ShortDef
ganeo
Debugging
Headword:
πορνοδύτης
Headword (normalized):
πορνοδύτης
Headword (normalized/stripped):
πορνοδυτης
IDX:
72322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72323
Key:
Data
{'content': 'ganeo'}