Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
View word page
πορνοδιδάσκαλος
teacher of fornication

ShortDef

teacher of fornication

Debugging

Headword:
πορνοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
πορνοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
πορνοδιδασκαλος
IDX:
72321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72322
Key:

Data

{'content': 'teacher of fornication'}