Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
View word page
πορνοδιάκονος
bacario

ShortDef

bacario

Debugging

Headword:
πορνοδιάκονος
Headword (normalized):
πορνοδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
πορνοδιακονος
IDX:
72320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72321
Key:

Data

{'content': 'bacario'}