Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
View word page
πορνογράφος
writing of harlots

ShortDef

writing of harlots

Debugging

Headword:
πορνογράφος
Headword (normalized):
πορνογράφος
Headword (normalized/stripped):
πορνογραφος
IDX:
72319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72320
Key:

Data

{'content': 'writing of harlots'}