Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
View word page
πορνογέννητος
born of a harlot

ShortDef

born of a harlot

Debugging

Headword:
πορνογέννητος
Headword (normalized):
πορνογέννητος
Headword (normalized/stripped):
πορνογεννητος
IDX:
72318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72319
Key:

Data

{'content': 'born of a harlot'}