Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
View word page
πορνογενής
spurius
ShortDef
spurius
Debugging
Headword:
πορνογενής
Headword (normalized):
πορνογενής
Headword (normalized/stripped):
πορνογενης
IDX:
72317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72318
Key:
Data
{'content': 'spurius'}