Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
View word page
πορνοβοσκός
a brothel-keeper

ShortDef

a brothel-keeper

Debugging

Headword:
πορνοβοσκός
Headword (normalized):
πορνοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκος
IDX:
72316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72317
Key:

Data

{'content': 'a brothel-keeper'}