Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
View word page
πορνοβοσκία
the trade of a brothel-keeper

ShortDef

the trade of a brothel-keeper

Debugging

Headword:
πορνοβοσκία
Headword (normalized):
πορνοβοσκία
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκια
IDX:
72315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72316
Key:

Data

{'content': 'the trade of a brothel-keeper'}