Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
View word page
πορνοβοσκέω
to keep a brothel

ShortDef

to keep a brothel

Debugging

Headword:
πορνοβοσκέω
Headword (normalized):
πορνοβοσκέω
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκεω
IDX:
72314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72315
Key:

Data

{'content': 'to keep a brothel'}