Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
View word page
πορνοβοσκεῖον
brothel

ShortDef

brothel

Debugging

Headword:
πορνοβοσκεῖον
Headword (normalized):
πορνοβοσκεῖον
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκειον
IDX:
72313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72314
Key:

Data

{'content': 'brothel'}