Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
View word page
πορνίδιον
prostitute (dim. of πόρνη)

ShortDef

prostitute (dim. of πόρνη)

Debugging

Headword:
πορνίδιον
Headword (normalized):
πορνίδιον
Headword (normalized/stripped):
πορνιδιον
IDX:
72311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72312
Key:

Data

{'content': 'prostitute (dim. of πόρνη)'}