Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
View word page
πόρνη
a prostitute
ShortDef
a prostitute
Debugging
Headword:
πόρνη
Headword (normalized):
πόρνη
Headword (normalized/stripped):
πορνη
IDX:
72310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72311
Key:
Data
{'content': 'a prostitute'}