Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
View word page
πορνεύω
to prostitute

ShortDef

to prostitute

Debugging

Headword:
πορνεύω
Headword (normalized):
πορνεύω
Headword (normalized/stripped):
πορνευω
IDX:
72309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72310
Key:

Data

{'content': 'to prostitute'}