Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
View word page
πορνεῖον
a house of ill-fame, brothel

ShortDef

a house of ill-fame, brothel

Debugging

Headword:
πορνεῖον
Headword (normalized):
πορνεῖον
Headword (normalized/stripped):
πορνειον
IDX:
72308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72309
Key:

Data

{'content': 'a house of ill-fame, brothel'}