Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
View word page
πόρκος
fish-trap, weel
ShortDef
fish-trap, weel
Debugging
Headword:
πόρκος
Headword (normalized):
πόρκος
Headword (normalized/stripped):
πορκος
IDX:
72305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72306
Key:
Data
{'content': 'fish-trap, weel'}