Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
View word page
Πόρκιος
Porcius

ShortDef

Porcius

Debugging

Headword:
Πόρκιος
Headword (normalized):
πόρκιος
Headword (normalized/stripped):
πορκιος
IDX:
72304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72305
Key:

Data

{'content': 'Porcius'}