Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
View word page
πόρκης
a ring, hoop

ShortDef

a ring, hoop

Debugging

Headword:
πόρκης
Headword (normalized):
πόρκης
Headword (normalized/stripped):
πορκης
IDX:
72303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72304
Key:

Data

{'content': 'a ring, hoop'}