Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
View word page
πορκεύς
one who fishes with the net called

ShortDef

one who fishes with the net called

Debugging

Headword:
πορκεύς
Headword (normalized):
πορκεύς
Headword (normalized/stripped):
πορκευς
IDX:
72302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72303
Key:

Data

{'content': 'one who fishes with the net called'}