Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
View word page
ποριστής
one who supplies
ShortDef
one who supplies
Debugging
Headword:
ποριστής
Headword (normalized):
ποριστής
Headword (normalized/stripped):
ποριστης
IDX:
72300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72301
Key:
Data
{'content': 'one who supplies'}