Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
View word page
ποριστέον
one must provide

ShortDef

one must provide

Debugging

Headword:
ποριστέον
Headword (normalized):
ποριστέον
Headword (normalized/stripped):
ποριστεον
IDX:
72299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72300
Key:

Data

{'content': 'one must provide'}