Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
View word page
ἀγριαίνω
to be angered, provoked, chafed

ShortDef

to be angered, provoked, chafed

Debugging

Headword:
ἀγριαίνω
Headword (normalized):
ἀγριαίνω
Headword (normalized/stripped):
αγριαινω
IDX:
722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-723
Key:

Data

{'content': 'to be angered, provoked, chafed'}