Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
πορνεῖον
View word page
πορισμός
a providing, procuring

ShortDef

a providing, procuring

Debugging

Headword:
πορισμός
Headword (normalized):
πορισμός
Headword (normalized/stripped):
πορισμος
IDX:
72298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72299
Key:

Data

{'content': 'a providing, procuring'}