Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
πορνεία
View word page
πόρισμα
deduction from a previous demonstration, corollary

ShortDef

deduction from a previous demonstration, corollary

Debugging

Headword:
πόρισμα
Headword (normalized):
πόρισμα
Headword (normalized/stripped):
πορισμα
IDX:
72297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72298
Key:

Data

{'content': 'deduction from a previous demonstration, corollary'}