Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
πορκώδης
View word page
ποριμότης
inventiveness

ShortDef

inventiveness

Debugging

Headword:
ποριμότης
Headword (normalized):
ποριμότης
Headword (normalized/stripped):
ποριμοτης
IDX:
72296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72297
Key:

Data

{'content': 'inventiveness'}