Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
πόρκος
View word page
πόριμος
able to provide, full of resources, inventive, contriving
ShortDef
able to provide, full of resources, inventive, contriving
Debugging
Headword:
πόριμος
Headword (normalized):
πόριμος
Headword (normalized/stripped):
ποριμος
IDX:
72295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72296
Key:
Data
{'content': 'able to provide, full of resources, inventive, contriving'}