Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
ποριστικός
πορκεύς
πόρκης
Πόρκιος
View word page
πορίζω
to carry: to bring about, to furnish, provide, supply, procure, cause

ShortDef

to carry: to bring about, to furnish, provide, supply, procure, cause

Debugging

Headword:
πορίζω
Headword (normalized):
πορίζω
Headword (normalized/stripped):
ποριζω
IDX:
72294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72295
Key:

Data

{'content': 'to carry: to bring about, to furnish, provide, supply, procure, cause'}