Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
View word page
πορθμίς
a ship, boat
ShortDef
a ship, boat
Debugging
Headword:
πορθμίς
Headword (normalized):
πορθμίς
Headword (normalized/stripped):
πορθμις
IDX:
72289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72290
Key:
Data
{'content': 'a ship, boat'}