Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πόρισμα
View word page
πορθμεύω
to carry
ShortDef
to carry
Debugging
Headword:
πορθμεύω
Headword (normalized):
πορθμεύω
Headword (normalized/stripped):
πορθμευω
IDX:
72287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72288
Key:
Data
{'content': 'to carry'}