Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
View word page
πορθμευτικός
engaged as a ferryman

ShortDef

engaged as a ferryman

Debugging

Headword:
πορθμευτικός
Headword (normalized):
πορθμευτικός
Headword (normalized/stripped):
πορθμευτικος
IDX:
72286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72287
Key:

Data

{'content': 'engaged as a ferryman'}