Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
View word page
πορθμεύς
a ferryman

ShortDef

a ferryman

Debugging

Headword:
πορθμεύς
Headword (normalized):
πορθμεύς
Headword (normalized/stripped):
πορθμευς
IDX:
72285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72286
Key:

Data

{'content': 'a ferryman'}