Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
πορθώτης
View word page
πορθμεῖον
a place for crossing, a passage over, ferry
ShortDef
a place for crossing, a passage over, ferry
Debugging
Headword:
πορθμεῖον
Headword (normalized):
πορθμεῖον
Headword (normalized/stripped):
πορθμειον
IDX:
72283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72284
Key:
Data
{'content': 'a place for crossing, a passage over, ferry'}