Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
πορθμοφυλακία
View word page
πορθμεία
ferrying across

ShortDef

ferrying across

Debugging

Headword:
πορθμεία
Headword (normalized):
πορθμεία
Headword (normalized/stripped):
πορθμεια
IDX:
72282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72283
Key:

Data

{'content': 'ferrying across'}