Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
πορθμός
Πορθμός
View word page
πορθητικός
ravaging
ShortDef
ravaging
Debugging
Headword:
πορθητικός
Headword (normalized):
πορθητικός
Headword (normalized/stripped):
πορθητικος
IDX:
72281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72282
Key:
Data
{'content': 'ravaging'}