Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
πορθμίς
View word page
πορθητήριος
ravaging
ShortDef
ravaging
Debugging
Headword:
πορθητήριος
Headword (normalized):
πορθητήριος
Headword (normalized/stripped):
πορθητηριος
IDX:
72279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72280
Key:
Data
{'content': 'ravaging'}