Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμικός
View word page
πόρθησις
the sack

ShortDef

the sack

Debugging

Headword:
πόρθησις
Headword (normalized):
πόρθησις
Headword (normalized/stripped):
πορθησις
IDX:
72278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72279
Key:

Data

{'content': 'the sack'}