Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
View word page
πορθέω
to destroy, ravage, waste, plunder

ShortDef

to destroy, ravage, waste, plunder

Debugging

Headword:
πορθέω
Headword (normalized):
πορθέω
Headword (normalized/stripped):
πορθεω
IDX:
72276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72277
Key:

Data

{'content': 'to destroy, ravage, waste, plunder'}