Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
View word page
Πορθεύς
Portheus
ShortDef
Portheus
Debugging
Headword:
Πορθεύς
Headword (normalized):
πορθεύς
Headword (normalized/stripped):
πορθευς
IDX:
72275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72276
Key:
Data
{'content': 'Portheus'}