Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
View word page
πορεύω
to make to go, carry, convey
ShortDef
to make to go, carry, convey
Debugging
Headword:
πορεύω
Headword (normalized):
πορεύω
Headword (normalized/stripped):
πορευω
IDX:
72274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72275
Key:
Data
{'content': 'to make to go, carry, convey'}