Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
View word page
πορεύσιμος
that may be crossed, passable
ShortDef
that may be crossed, passable
Debugging
Headword:
πορεύσιμος
Headword (normalized):
πορεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
πορευσιμος
IDX:
72270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72271
Key:
Data
{'content': 'that may be crossed, passable'}