Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
πορθέω
πορθεών
πόρθησις
πορθητήριος
View word page
πόρευμα
a place in which one walks

ShortDef

a place in which one walks

Debugging

Headword:
πόρευμα
Headword (normalized):
πόρευμα
Headword (normalized/stripped):
πορευμα
IDX:
72269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72270
Key:

Data

{'content': 'a place in which one walks'}