Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
View word page
ἀνεόρταστος
without holidays

ShortDef

without holidays

Debugging

Headword:
ἀνεόρταστος
Headword (normalized):
ἀνεόρταστος
Headword (normalized/stripped):
ανεορταστος
IDX:
7226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7227
Key:

Data

{'content': 'without holidays'}