Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
Πορθεύς
View word page
πορεία
a walking, mode of walking

ShortDef

a walking, mode of walking

Debugging

Headword:
πορεία
Headword (normalized):
πορεία
Headword (normalized/stripped):
πορεια
IDX:
72265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72266
Key:

Data

{'content': 'a walking, mode of walking'}