Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
View word page
πόρδων
stinker

ShortDef

stinker

Debugging

Headword:
πόρδων
Headword (normalized):
πόρδων
Headword (normalized/stripped):
πορδων
IDX:
72264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72265
Key:

Data

{'content': 'stinker'}