Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
View word page
πορδή
farting
ShortDef
farting
Debugging
Headword:
πορδή
Headword (normalized):
πορδή
Headword (normalized/stripped):
πορδη
IDX:
72262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72263
Key:
Data
{'content': 'farting'}