Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
πόρευμα
πορεύσιμος
View word page
πορδάλεος
flatulent

ShortDef

flatulent

Debugging

Headword:
πορδάλεος
Headword (normalized):
πορδάλεος
Headword (normalized/stripped):
πορδαλεος
IDX:
72260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72261
Key:

Data

{'content': 'flatulent'}