Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
View word page
ἀνεορτάζω
instaurare ludos

ShortDef

instaurare ludos

Debugging

Headword:
ἀνεορτάζω
Headword (normalized):
ἀνεορτάζω
Headword (normalized/stripped):
ανεορταζω
IDX:
7225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7226
Key:

Data

{'content': 'instaurare ludos'}